νεοαποικιοκρατικός

νεοαποικιοκρατικός
-ή, -ό- αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στη νεοαποικιοκρατία και στον νεοαποικιοκράτη («νεοαποικιοκρατικό καθεστώς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”